Ο Edward Leedskalnin, ή Ed, όπως ήταν γνωστός, γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας τον Αύγουστο του 1887. Στα 26 του, αραβωνιάστηκε τον έρωτα της ζωής του, την Άγκνες Σκαφς. Η Άγκνες ήταν δέκα χρόνια μικρότερή του και ο Εντ την αποκαλούσε από τότε και πάντα με τρυφερότητα, ‘my sweet sixteen’. Αυτός ο μοναδικός έρωτάς του, ενέπνευσε και το ομώνυμο τραγούδι του Μπίλι Άιντολ. Η Άγκνες όμως του την έκανε γυριστή και μια μέρα πριν απ’ το γάμο, του ανακοίνωσε ότι δεν τον ήθελε πια.
Ο Έντ συντετριμμένος, εγκατέλειψε τα πάτρια εδάφη για να μεταναστεύσει στην αμερικανική ήπειρο. Πρώτα στον Καναδά και στη συνέχεια σε μερικά άλλα μέρη στο Τέξας, για να καταλήξει στη Φλόριντα. Μετά από ένα μικρό διάστημα και με τη μόνιμη επιθυμία να μένει εντελώς μόνος του, το 1936 ο Εντ, αγόρασε γι αυτό το σκοπό σαράντα περίπου στρέμματα γη στο νότιο μέρος της Φλόριντα, (εκεί περίπου που αρχίζει ο δρόμος για τα Keys για όσους γνωρίζουν την περιοχή). Εκεί, ο μικρόσωμος Λετονός, (ύψος 1,53 και βάρος κάτω από 50 κιλά, που ήταν και φυματικός), έχτισε ένα κάστρο αφιερωμένο στον έρωτά του, την άτιμη τη Λετονή.
Πριν ακόμα αγοράσει το μέρος, ο Εντ είχε αρχίσει να φτιάχνει γλυπτά από κοράλι, που εξόρυσσε μόνος του με πρωτόγονα εργαλεία, χωρίς ηλεκτρισμό ή άλλα βοηθήματα. Αυτά τα αγάλματα, που ήδη είχαν πληθύνει αρκετά, τα μετέφερε με ένα σασί φορτηγού που είχε βρει κάπου και που το τραβούσε με ένα τράκτορα ένας φίλος του, στο καινούριο και τελικό μέρος της εγκατάστασής του, στο Χόμστεντ, μια απόσταση περίπου είκοσι χιλιομέτρων. Η μυστικοπάθειά του, έκανε όλη την επιχείρηση να μοιάζει πολύ παράξενη, καθώς πάρα πολλοί είχαν δει το τρακτέρ με το παράξενο φορτίο του (μεγάλα γλυπτά από κοράλλια), αλλά ποτέ κανείς δεν είδε τη διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης, που ο Εντ διεκπεραίωνε μόνος του πάντα και τις περισσότερες φορές αργά τη νύχτα.
Το 1940 ο Εντ είχε τελειώσει το παραμυθένιο κάστρο του, που περιέβαλλε με ένα τοίχο που τον αποτελούσαν συμπαγή κομμάτια κοραλλιών διαστάσεων 2,5 μ * 1,2μ * 1μ περίπου, με βάρος 58 τόνων!
Συνολικά ο Εντ, για το γινάτι της αγάπης του, εξόρυξε, μετακίνησε, σκάλισε και τοποθέτησε σε διάφορα σημεία στο κάστρο του, περίπου 1,100 τόνους κοραλιογενούς βράχου. Όλη η δουλειά έγινε με πρωτόγονα εργαλεία, σφυριά και καλέμια δηλαδή και ένα ‘γερανό’ από τηλεγραφόξυλα που είχε φτιάξει μόνος του επίσης, αλλά που όποιος τον είδε, (σώζεται ακόμα στο κάστρο), δεν μπορεί να διανοηθεί ότι μπορεί να βοηθήσει κάποιον να σηκώσει και να μανουβράρει βράχους 30, 40, 50 και 60 τόνων ο καθένας. Φυσικά όσοι προσπάθησαν να το κάνουν, απέτυχαν παταγωδώς ακόμα και με σωματικές διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες του μικροσκοπικού αυτού ανθρωπάκου.
Στη διάρκεια της ζωής του, μιας ζωής εξαιρετικά απλής και απέριττης, ο Εντ δεν είχε αυτοκίνητο και τα ψώνια του τα έκανε καθημερινά με το ποδήλατό του, διανύοντας μια απόσταση πέντε χιλιομέτρων μέχρι την αγορά, πολλοί ήταν αυτοί που τον είχαν ρωτήσει για το μυστήριο της μετακίνησης αυτών των όγκων. Η μόνιμη απάντησή του, ήταν ότι είχε ιδιαίτερη έφεση στη μηχανική και ότι είχε μελετήσει πολύ τη χρήση των μοχλών. Αυτό βέβαια δεν εξηγεί το γιατί δεν άφησε ποτέ κανέναν απολύτως να τον δει να μεταφέρει τίποτα, ενώ ακόμα και στον ψηλό τοίχο του κάστρου του, είχε βάλει σκοπιές για να βλέπει ανά πάσα στιγμή αν τον παρακολουθεί κανείς.
Κάποια στιγμή ο Εντ εκμυστηρεύτηκε σε ένα φίλο του ότι είχε ανακαλύψει το μυστικό της κατασκευής των πυραμίδων και ότι αυτό δεν ήταν κάποιο μηχανικό τρυκ, αλλά η εφαρμογή της αντιβαρύτητας, που γινόταν με ηλεκτρομηχανικά μέσα. Πολλοί μαρτυρούν ότι ο Εντ σήκωνε τους ογκόλιθους αυτούς με τον πρωτόγονο γερανό του, συνδεδεμένο στον οποίο βρισκόταν ένα ξύλινο κουτί, που συνδεόταν με ένα καλώδιο που έβγαινε από το σπίτι. Όταν δούλευε ο γερανός, από το κουτί έβγαινε ένας ήχος σαν σιγανό τραγούδι. Τότε, οι βράχοι σηκώνονταν στον αέρα και έμεναν εκεί χωρίς να φαίνεται κάποιο στήριγμα ή σχοινί. Τον ρώτησαν φυσικά πολλές φορές, αλλά εκείνος επέμενε στις αόριστες περιγραφές του. Οι γείτονες πολλές φορές ανέφεραν ότι έπεφταν για ύπνο το βράδυ και το πρωί, όταν περνούσαν από το κάστρο, έβλεπαν να έχει υψωθεί σε κάποιο σημείο ένας ογκόλιθος τεραστίων διαστάσεων, χωρίς εκείνοι να αντιληφθούν τίποτα στη διάρκεια της νύχτας. Ο φίλος του και μεταφορέας των αγαλμάτων του, είχε πει ότι μια φορά, αφού του μετέφερε το φορτίο, έναν οβελίσκο που ζύγιζε είκοσι πέντε τόνους, επέστρεψε μετά από δέκα λεπτά για να πάρει κάτι που ξέχασε και είδε τον οβελίσκο να έχει στηθεί στη θέση του, ενώ ο φίλος του πιο πέρα ασχολιόταν με κάτι άλλο, σαν να μην έτρεχε τίποτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πανεπιστήμιο της Φλόριντα προσέλαβε έναν εργολάβο και του ανέθεσε να κόψει ένα κομμάτι από τον κοραλιογενή βράχο, όπως έκανε ο Εντ. Αυτός, χρησιμοποιώντας ένα σύγχρονο κόφτη με διαμάντι και ένα τεράστιο γερανό, κατάφερε να κόψει ένα (μικρότερο από αυτά που έκοβε ο Εντ) κομμάτι από το βράχο, αλλά δεν μπόρεσε με κανένα τρόπο να το κόψει και οριζόντια, στη βάση του δηλαδή και τελικά το έσπασε γι ανα το βγάλει. Ο Εντ έκοβε τα κομμάτια και στη βάση τους απόλυτα ευθεία!
Ένα άλλο εκπληκτικό επίτευγμα, είναι η κατασκευή μιας «θύρας» από ένα κομμάτι κοραλιού που ζυγίζει ενιά τόνους και που περιστρέφεται με ένα απλό σπρώξιμο, κάτι που μπορεί να κάνει και ένα παιδί, καθώς είναι τέλεια ζυγισμένο και τοποθετημένο επάνω σε μπίλιες από ένα παλιό ρουλεμάν που ο Εντ είχε βρει σε σκουπίδια συνεργείων, το μέρος από όπου προμηθευόταν όλα του τα υλικά και εργαλεία, εκτός από τους βράχους! Μεταξύ άλλων επιτευγμάτων του, ήταν μια κουνιστή πολυθρόνα που ισορροπεί επάνω σε ένα βράχο – ηλιακό ρολόι (!) και ένα απλοϊκής κατασκευής «τηλεσκόπιο», στραμμένο στο άστρο του βορρά.
Ο Εντ είχε κατασκευάσει επίσης μια πρωτόγονη μαγνητική γεννήτρια που σώζεται σήμερα στο κάστρο, που είναι τουριστικό αξιοθέατο της περιοχής, ενώ είχε γράψει και τρία φυλλάδια, ένα περί έρωτος, που το ονόμασε Sweet Sixteen και τα άλλα με τις απόψεις του για τα πολιτικά πράγματα της εποχής. Τα φυλλάδια αυτά που πουλούσε και ένα μικρό εισιτήριο για την επίσκεψη όποιου ήθελε στο κάστρο του (αρκεί να χτυπούσε το καμπανάκι της εισόδου δύο φορές, όχι μια ούτε τρεις, αλλά δύο μόνο, κατά απόλυτη απαίτησή του), ήταν τα μοναδικά του έσοδα, μαζί με μια αποζημίωση που πήρε κάποια στιγμή για το πέρασμα του δρόμου από το κτήμα του.
Ο ήσυχος αυτός άνθρωπος το Δεκέμβριο του 1951 έβαλε μια πινακίδα στην πόρτα του που έλεγε «Πάω στο νοσοκομείο». Πήρε το λεωφορείο, πήγε στο Τζάκσον Μεμόριαλ και εκεί πέθανε ήσυχα στον ύπνο του, μετά από τρεις μέρες.
Οι επιστήμονες από τότε αδιαφόρησαν για το έργο του, μέχρι τις μέρες μας, όπου έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος η άποψη ότι η αντιβαρύτητα είναι εφικτή, με έναν έλληνα μεταξύ των διδαξάντων, τον κύριο Τσιριγκάκη, έναν εφευρέτη μηχανουργό, που έχεικαταθέσει μια αντικρουόμενη από πολλούς άποψη σχετικά (βλέπε http://www.youtube.com/watch?v=07_ItezxVsk και http://www.youtube.com/watch?v=Itd9r5hpyhQ&feature=related και άλλα, όπως τα πειράματα του Tesla.)
No comments:
Post a Comment